Το Comprehensive Resource Model (CRM®) είναι μία ενσωμάτωση της αρχαίας γνώσης με την σύγχρονη νευροβιολογία. Χρησιμοποιεί αρχαίες πρακτικές όπως η συνειδητή αναπνοή και η σύνδεση με την Φύση αλλά έχει βαθιές ρίζες στην πρωτοπόρα και καινοτόμα έρευνα για το τραύμα και τη νευροεπιστήμη της πρόσδεσης. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε πριν κατευθυνθεί η θεραπεία στην νευροβιολογική και νευροχημική επεξεργασία, επαναπροσδιορισμό και επούλωση του τραύματος, να έχει ήδη ο θεραπευόμενος διαθέσιμους, σωματικά βιωμένους και γειωμένους, πόρους δύναμης. Κάθε πόρος οδηγεί στον επόμενο δημιουργώντας σταδιακά μέσα στην ροή των συνεδριών μία αναδιπλούμενη και εύχρηστη βάση όπου το νευρικό σύστημα και το σώμα θα μπορούν να παραμείνουν σε μία κατάσταση μη πυροδότησης, με συνεχώς διευρυνόμενη ανοχή. Αυτό αυτόματα θέτει σε λειτουργία «τις εγγενείς θεραπευτικές ιδιότητες των σύνθετων συστημάτων του εγκεφάλου για συναισθηματική ομοιόσταση. Αυτές είναι ικανότητες [του εγκεφάλου] που έχουν ανασταλεί από την τραυματική εμπειρία σε τέτοιο βαθμό που το σύμπλεγμα συναίσθημα-σωματικές αισθήσεις-μνήμη (Effect-Sensation-Memory complex) εισβάλλει ως κλινικό σύμπτωμα και σύνδρομο»*.
Με άλλα λόγια το CRM® εστιάζει στην ρίζα του τραύματος, από την στιγμή της σύλληψής μας μέχρι σήμερα, στην κατάσταση ή γεγονός που μας έχει προκαλέσει αβάσταχτο τρόμο, θλίψη/πένθος, οργή, ντροπή, πόνο και αηδία. Αναγνωρίζει όμως παράλληλα την χρησιμότητα των ευφυέστατων τρόπων επιβίωσης του ατόμου και πώς αυτοί έχουν λειτουργήσει προστατευτικά μέχρι σήμερα. Σε κάθε άτομο στην διάρκεια της ζωής του δημιουργείται η ανάγκη να αναπτύξει και να εγκαθιδρύσει δικά του πολύ συγκεκριμένα πρότυπα/μοτίβα επιβίωσης, έτσι ώστε να αποφευχθεί για πάντα η ενθύμηση και η πυροδότηση του συναισθήματος που υπήρξε τραυματικό «στο εκεί και στο τότε». Επί της ουσίας, οι αποκρίσεις/μηχανισμοί άμυνας, όπως τις ονομάζουμε, είναι νευροχημικές και νευροβιολογικές αποκρίσεις του νευρικού συστήματος και υπάρχουν για να μπορούμε να επιβιώνουμε, οντολογικά. Στην θεραπεία με το μοντέλο CRM® αυτά τα πρότυπα εμφανίζονται ως εγκαθιδρυμένες καταστάσεις του Εγώ, με δική τους προσωπικότητα το καθένα, άλλο τρόπο λειτουργίας, αλλά αποτελούν μέρος ενός εσωτερικού συστήματος που κρατάει σοφία, ικανότητα ενσωμάτισης** και επιθυμία επούλωσης και ανακούφισης. Οι εθισμοί, λοιπόν, τα σωματικά συμπτώματα, η δυσκολία στα απλά πράγματα της καθημερινότητας, το πάγωμα του συναισθήματος η νοητική «φλυαρία», οι στρεβλές πεποιθήσεις και άλλα πολλά είναι οι τρόποι επιβίωσης που δεν επιτρέπουν ποτέ να έρθουμε σε επαφή με τα αβάσταχτα συναισθήματά μας.
Σε μια συνεδρία CRM® υπάρχει πολύ λίγη παρέμβαση από την θεραπεύτρια από την στιγμή που έχει εγκαθιδρυθεί καλά η νευροβιολογική ασφάλεια. Δίνεται πολύ σημασία στην διαίσθηση του θεραπευόμενου η οποία αποτελεί κέντρο επικοινωνίας με τον πυρήνα του ατόμου, τον αυθεντικό εαυτό του. Μέσω της διαίσθησης διευκολύνεται η εσωτερική επικοινωνία για το τι επιτρέπεται, τι είναι εφικτό στην παρούσα φάση, τι έχει προτεραιότητα και ποια η ανάγκη του εσωτερικού συστήματος. Επιτρέπεται άφθονη σιωπή και χώρος προκειμένου η «ανα-θύμιση, ανα-βίωση, επανα-προσδιορισμός, επανα-διεργασία, ανα-διαβούλευση και ανα-νέωση»* να ξεδιπλωθούν φυσιολογικά. Ο παράγοντας θεραπείας σε αυτό το μοντέλο δεν είναι η θεραπεύτρια ή η θεραπευτική σχέση. Η θεραπεύτρια είναι εκεί για να καθοδηγεί και να παραμένει γειωμένα παρούσα σε συνεργασία με τον θεραπευόμενο και όχι ένα αντικείμενο εξάρτησης. Η θεραπευτική σχέση χτίζεται σταδιακά καθώς το εσωτερικό σύστημα εμπιστεύεται την διαδικασία επούλωσης.
Το CRM® μπορεί να προσφέρει ουσιαστική επούλωση τραύματος και να αναβαθμίσει την στάση του ατόμου προς την ζωή και το νόημά της. Ιδιαίτερα αποτελεσματικό για περιπτώσεις διασχιστικών διαταραχών, τραύμα πρόσδεσης και ατύχημα/ιατρική επέμβαση. Απαιτείται δέσμευση στην επιθυμία για αλλαγή σε όλα τα επίπεδα.
* Από το βιβλίο: Schwarz, L. & Corrigan, F. & Hull A. & Raju, R. (2018). The Comprehensive Resource Model: Effective therapeutic techniques for the healing of complex trauma (Explorations in Mental Health). Routledge. Σελ. 64.
**Ενσωμάτιση: η ικανότητα να είμαστε και να παραμένουμε για αρκετό χρόνο παρόντες στο σώμα μας, χωρίς να διασπάται η προσοχή μας, και να διατηρούμε θέση παρατηρητή του ίδιου το σώματός μας, των συναισθημάτων και των νοητικών διεργασιών μας.
Οι συνεδρίες CRM® διαρκούν 90′
και γίνονται μόνο διαδικτυακά, ατομικά.
Το Deep Brain Reorienting αναπτύχθηκε από τον Dr. Frank Corrigan κυρίως για τη θεραπεία του σοκ πρόσδεσης[1], αλλά μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στην επεξεργασία άλλων ανεπίλυτων τραυματικών εμπειριών.
Υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες ψυχοθεραπείες για το τραύμα που προσφέρουν ελπίδα για πλήρη ανάρρωση, καθώς δεν εξαρτώνται από την από πάνω προς τα κάτω[2] διαχείριση των συμπτωμάτων. Αυτές οι μετασχηματιστικές προσεγγίσεις βασίζονται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου να βρίσκει θεραπεία από το συναισθηματικό τραύμα όταν η μνήμη του γεγονότος που το ξεκίνησε προσεγγίζεται με συγκεκριμένο τρόπο.
Ωστόσο, μπορεί συχνά να είναι δύσκολο να φτάσουμε στον πυρήνα μιας αρνητικής εμπειρίας για να απελευθερώσουμε αυτή τη θεραπευτική ροή. Μερικές φορές είναι δύσκολο επειδή η επιστροφή στο γεγονός είναι συναισθηματικά κατακλυσμιαία και υπάρχει μια προστατευτική τάση να στρέψουμε την προσοχή μακριά από τη μνήμη το συντομότερο δυνατό. Μερικές φορές υπάρχει μια πιο εμφανής αποστασιοποίηση από την παρούσα εμπειρία μέσω μουδιάσματος, αμνησίας, κλεισίματος στον εαυτό ή μεταπήδησης σε μια κατάσταση του εαυτού όπως αυτή που συνέβη κατά τη στιγμή του αρχικού τραύματος. Μερικές φορές έχει υπάρξει ένα σοκ – πριν τα συναισθήματα γίνουν έντονα – το οποίο αναπαράγεται τόσο γρήγορα ώστε εύκολα να διαφεύγει της αντίληψης μας κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Συνηθέστερα συμβαίνει επειδή η αρχική εμπειρία που ήταν τόσο ενοχλητική έχει καλυφθεί από στρώματα σκέψεων και συναισθημάτων και οδυνηρής επαναφοράς. Μπορεί επίσης να έχει επιδεινωθεί από προβλήματα σχέσεων τα οποία και τα ίδια επισπεύδονται από τη συνεχιζόμενη αγωνία.
Το DBR® στοχεύει στην πρόσβαση του πυρήνα της τραυματικής εμπειρίας με τρόπο που να παρακολουθεί την πρωταρχική ακολουθία της φυσιολογίας στο εγκεφαλικό Στέλεχος, το τμήμα του εγκεφάλου που ενεργοποιείται άμεσα σε καταστάσεις κινδύνου ή διαταραχής της πρόσδεσης. Μπορεί να υπάρχει απειλή και τραύμα πρόσδεσης μαζί, όταν, για παράδειγμα, μια εμπειρία εγκατάλειψης στη βρεφική ηλικία ενεργοποιεί φόβους επιβίωσης που αρμόζει στην συγκεκριμένη ηλικία.
Η πρώτη (εγκεφαλική) δομή που είναι ικανή να ξεκινήσει μια κινητική απόκριση είναι το Άνω Διδύμιο (SC), το οποίο μπορεί να κατευθύνει τις οφθαλμικές κινήσεις. Το SC προετοιμάζει επίσης το κεφάλι για στροφή, προκαλώντας ένταση στους μύες του αυχένα. Αυτή η τάση προσανατολισμού, αν και συχνά φευγαλέα και απαρατήρητη, αποτελεί σημαντικό συστατικό του DBR. Η εστίαση σε μια συνεδρία DBR στην ένταση του προσώπου και του λαιμού που προκύπτει από τη στροφή της προσοχής στη μνήμη του τραυματικού γεγονότος ή σε οτιδήποτε αποτελεί έναυσμα πυροδότησης στο σήμερα, δίνει μια «άγκυρα» στο τμήμα της ακολουθίας της μνήμης που συνέβη πριν από το σοκ ή τον συναισθηματικό κατακλυσμό που οδηγεί σε συνεχιζόμενα συμπτώματα. Η εμβάθυνση της επίγνωσης σε αυτή την ένταση παρέχει μια «άγκυρα» για τη γείωση στο παρόν, έτσι ώστε ο νους να μην παρασύρεται από τα συναισθήματα υψηλής έντασης ούτε να αποκλίνει σε ένα μέρος όπου υπάρχει μία κατάσταση του εαυτού παγωμένη στο χρόνο, όπου χάνεται η επαφή με το παρόν. Παρόλο που η θεωρία είναι απλή, η πρακτική του DBR μπορεί να είναι δύσκολη. Δεν λειτουργεί για όλους. Οι θεραπευτές που θα τη βρουν πιο χρήσιμη είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν προσεγγίσεις θεραπείας τραύματος που βασίζονται στο σώμα, ή αλλιώς στην επεξεργασία “από κάτω προς τα πάνω[3]” και στον μετασχηματισμό της τραυματικής εμπειρίας. Αυτές οι προσεγγίσεις δεν βασίζονται στην αναδιάρθρωση των σκέψεων ή των νοημάτων σε ένα σύνθετο λεκτικό επίπεδο για τον έλεγχο των συμπτωμάτων “από πάνω προς τα κάτω”, ούτε βασίζονται στην έκθεση για την εγκαθίδρυση του ελέγχου των αντιδράσεων φόβου από τον Νεοφλοιό[4].
Σε πιο σύνθετες μορφές Διαταραχής Μετατραυματικού Άγχους (ΔΜΑ) μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη αποπραγματοποίηση[5] και αποπροσωποποίηση[6], που συνάδει με τις προσπάθειες του εγκεφάλου να αποφύγει να κατακλυστεί από το σοκ και τη φρίκη, καθώς και από τις έντονες επιδράσεις φόβου, οργής, θλίψης ή ντροπής. Οι πιο διασχιστικές μορφές της ΔΜΑ εμφανίζονται όταν έχει προηγηθεί διαταραχή της πρόσδεσης σε πρώιμο στάδιο της ζωής και άλλες τραυματικές εμπειρίες. Οι Διασχιστικές Διαταραχές μπορεί να προκύψουν από εμπειρίες αποχωρισμού στην πρώιμη ζωή που βιώνονται ως επώδυνες και ανεπίλυτες, ακόμη και όταν δεν υπήρξε μεταγενέστερη κακοποίηση. Ο πόνος της μοναξιάς μπορεί να ενεργοποιεί αμυντικές και συναισθηματικές αντιδράσεις και μπορεί έτσι να συμβάλλει σε δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων. Οποιαδήποτε τέτοια δυσκολία μπορεί να οδηγήσει σε προσπάθειες ελέγχου του άγχους μέσω κατάχρησης ουσιών, διατροφικών διαταραχών ή αυτοτραυματισμού – ή μπορεί να εκφραστεί μέσω προβληματικού άγχους ή διαταραχής της διάθεσης. Δεν είναι τόσο η κλινική εικόνα που είναι σημαντική για το DBR® – αλλά το κατά πόσον υπάρχει κάποιο υποκείμενο γεγονός ή εμπειρία στην ρίζα του άγχους.
Μεταφρασμένο κείμενο από την επίσημη ιστοσελίδα του DBR® https://deepbrainreorienting.com/