Η σημασία του ψυχικού τραύματος: ένα σύγχρονο trend ή μία παραμελημένη αλήθεια;

Αναστασία Νικολίτσα © Sofo Soma

Σεπτέμβριος 2025

Καθώς η μελέτη του ανθρώπινου εγκεφάλου και Νευρικού Συστήματος αναπτύσσεται ραγδαία τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες, αναπόφευκτα πραγματοποιείται μία μετατόπιση του επιστημονικού Παραδείγματος και στον κλάδο της Ψυχολογίας, επηρεάζοντας την οπτική και πρακτική της Ψυχοθεραπείας (οποιασδήποτε προσέγγισης). Ολοένα και περισσότερο η αλήθεια και το γεγονός του πρώιμου ψυχικού τραύματος λαμβάνεται υπόψιν ως ένας θεμελιώδης παράγοντας που συμβάλει στην εγκαθίδρυση της ψυχοπαθολογίας, καθώς το ερώτημα «σε ποιο βαθμό τα γενετικά ευρήματα υποστηρίζουν ή αμφισβητούν την κλινική μας νοσολογία» (Smoller et al., 2020) παραμένει αναπάντητο. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν επιστήμονες που στρέφουν την επιστημονική τους πρόθεση στην βιοϊατρική εξήγηση, στην υπόθεση, δηλαδή, ότι οι ψυχικές διαταραχές είναι ιατρικές ασθένειες που έχουν τις ρίζες τους στη βιολογία, υποβιβάζοντας την έλλειψη της ζεστής και σταθερής πρόσδεσης με την μητέρα ως κάτι δημοφιλές μεν αλλά ανυπόστατο (Lebowitz & Appelbaum, 2019, σελ. 555). Όμως, ακόμη και ως προς την προέλευση της Σχιζοφρένειας, που για αιώνες, στατιστικά παρατηρείται να επαναλαμβάνεται διαγενεακά, τα δεδομένα μέχρι στιγμής είναι ένας συνδυασμός φυσικών, γενετικών, ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Όπως αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας «η έρευνα δεν έχει εντοπίσει μία και μόνη αιτία της Σχιζοφρένειας. Θεωρείται ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ γονιδίων και μιας σειράς περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να προκαλέσει Σχιζοφρένεια.  Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες μπορεί επίσης να επηρεάζουν την έναρξη και την πορεία της Σχιζοφρένειας»[1]. Συμπληρωματικά σε αυτή την διαφοροποίηση, όπως αναφέρουν οι Read, Os, Morrison & Ross (2005), μελέτες μεγάλης κλίμακας, πάνω στον γενικό πληθυσμό, δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων της Ψύχωσης/Σχιζοφρένειας και της παιδικής παραμέλησης και κακοποίησης είναι αιτιώδης. Όπως επίσης και αυτή, η εξίσου μεγάλης κλίμακας μελέτη, των Korver-Nieberg και των συνεργατών του, το 2015, όπου διαπιστώθηκε ότι «τόσο η αγχώδης όσο και η αποφευκτική πρόσδεση [με τον πρωταρχικό φροντιστή] σχετίζονται με τη σοβαρότητα των ψευδαισθήσεων και της καταδίωξης» (σελ. 83). Πολλοί επαγγελματίες ψυχικής υγείας μέσα από την κλινική τους πρακτική και την ερευνητική τους εργασία, εδώ και πάνω από μία εικοσαετία, υποστηρίζουν ένα αληθινά ενσωματωμένο βιο-ψυχο-κοινωνικό μοντέλο της Ψύχωσης από ό,τι επικρατεί σήμερα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη εκπαίδευσης του προσωπικού στο να ρωτά για την κακοποίηση και την ανάγκη να προσφέρονται κατάλληλες ψυχοκοινωνικές θεραπείες σε ασθενείς που έχουν κακοποιηθεί ή παραμεληθεί ως παιδιά (Read et al., 2005).  

Kατά την άποψή μου και την κλινική μου εμπειρία, η ποιότητα της πρωταρχικής σύνδεσης με την μάνα, ή η διάρρηξη αυτής αποτελεί έναν πολύ σημαντικό περιβαλλοντικό παράγοντα, καθοριστικό για την ενίσχυση της ψυχοπαθολογίας. Φαίνεται σαν να μην έχουμε απομακρυνθεί από όσα έγραφε ο Bowlby[2] την δεκαετία του ‘70 για τα πρότυπα πρόσδεσης με τον πρωταρχικό φροντιστή και τον καθοριστικό τους ρόλο στις ενήλικες σχέσεις μας. Η διαφορά σήμερα βρίσκεται στο ότι οι δυνατότητες νευροαπεικόνισης έχουν προσφέρει επικαιροποιημένες επαληθεύσεις για την δραστηριότητα του εγκεφάλου κατά την διάρκεια αυτής της διάρρηξης, δίνοντας έμφαση στα ανεξίτηλα αποτυπώματα ενός τραυματικού προτύπου πρόσδεσης και το πόσο μακροπρόθεσμα και καθοριστικά δύναται να επενεργήσει στην ψυχο-νευρο-ανοσολογία του θηλαστικού εγκεφάλου. Για παράδειγμα  έχει γίνει ο συσχετισμός μεταξύ του άγχους στην πρώιμη ζωή με την μετέπειτα λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (Ganguly  & Brenhouse, 2015), την φλεγμονή (Danese & Lewis, 2016) και την λειτουργία του συστήματος πόνου (nociceptive system) (Melchior, Kuhn & Poisbeau, 2021). Τα ευρήματα δηλαδή δεν είναι πια απλώς θεωρητικά και εμπειρικά, όπως την εποχή του Bowlby. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι η μόνιμη παρουσία της απουσίας ή η διακοπτόμενη φροντίδα αγάπης, ο φόβος ή οργή στο βλέμμα του γονέα και η κακοποίηση από τον γονέα δημιουργεί ανεπίλυτη σύγκρουση σύνδεσης/πρόσδεσης (Corrigan, Young & Christie-Sands, 2025).

Πέραν των παραπάνω, υπάρχει και μία χρόνια λανθασμένη αντίληψη για το Ν.Σ. ότι ο μεγαλύτερος αριθμός νευρικών κυττάρων στον εγκέφαλο αφορά στην λειτουργία της μάθησης, της μνήμης ή της αντίληψης, παραβλέποντας όσα ρυθμίζουν το έντερο, την κυκλοφορία, τη θερμοκρασία του σώματος, την αναπνοή και άλλες ομοιοστατικές εργασίες, απαραίτητες για την επιβίωση και την προσαρμογή στο περιβάλλον (Nicholls & Paton, 2009). Ιστορικά, υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους «η μελέτη του εγκεφαλικού Στελέχους έχει παραμεληθεί σε σύγκριση με την έρευνα που έχει γίνει σε δομές όπως ο Φλοιός, ο Ιππόκαμπος, η Παρεγκεφαλίδα, ο Αμφιβληστροειδής, τα Βασικά Γάγγλια και ο Νωτιαίος Μυελός» (σελ. 2447). Όπως παραθέτουν οι Nicholls και Paton (2009) ένας λόγος παραμέλησης είναι ότι, μέχρι πρόσφατα, το εγκεφαλικό Στέλεχος ήταν δύσκολο να προσεγγιστεί πειραματικά, καθώς βρίσκεται σε μια δυσπρόσιτη περιοχή του Νευρικού Συστήματος. Παρόλο που τα πολύπλοκα κυκλώματα του Στελέχους ρυθμίζουν τις βασικές αυτόματες σωματικές αποκρίσεις του οργανισμού, όπως την αναπνοή, τον καρδιακό παλμό, την αρτηριακή πίεση, κ.ά., για πολλά χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διερευνηθούν με ακρίβεια. Ένας δεύτερος λόγος για την παραμέληση του Στελέχους και της σημασίας του είναι η ίδια η ιστορία της Νευροβιολογίας ως επιστημονικού κλάδου, η οποία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο Stephen Kuffler, επικεφαλής μιας ομάδας Νευροβιολόγων στο Τμήμα Φαρμακολογίας του Χάρβαρντ, αποφάσισε να συγκεντρώσει ανθρώπους από διαφορετικούς κλάδους σε ένα ενιαίο νέο τμήμα, έτσι ώστε το πεδίο της έρευνας να καθορίζεται από τα προβλήματα που παραμένουν αναπάντητα και όχι από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο Τμήμα Νευροβιολογίας, και κατόπιν αυτό το παράδειγμα ακολουθήθηκε από τη δημιουργία νέων τμημάτων και μαθημάτων κατάρτισης στις Νευροεπιστήμες στις περισσότερες Ιατρικές Σχολές και Πανεπιστήμια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αυτό όμως οδήγησε στο να εκλείψουν οι Νευροανατόμοι και οι Φυσιολόγοι που γνώριζαν καλά τις λειτουργίες του Νευρικού Συστήματος από τα τμήματα των Πανεπιστημίων. Oι συγγραφείς αυτής της αναφοράς καταλήγουν ότι τα τελευταία χρόνια, διαγονιδιακές και μοριακές βιολογικές προσεγγίσεις, τεχνικές ηλεκτρικής και οπτικής καταγραφής και υπολογιστικές μέθοδοι μάς βοηθάν πλέον να κατανοήσουμε όλο και περισσότερα για το πώς το εγκεφαλικό Στέλεχος εκτελεί τις λειτουργίες του, υπό φυσιολογικές αλλά και μη φυσιολογικές συνθήκες. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφέρω ότι «οι νευρώνες του δημιουργούν το ρυθμό της εισπνοής και της εκπνοής, ο οποίος ξεκινά από τη μήτρα και συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή του θανάτου» (σελ. 2447) οπότε μπορούμε να κάνουμε τον πολύ σημαντικό συσχετισμό του με την ενδομήτρια ζωή και το ενδομήτριο τραύμα.

Σε ένα διεθνές επιστημονικό επίπεδο φαίνεται ότι υφίσταται ακόμη μία πόλωση για το ποια μέρη του εγκεφάλου είναι σημαντικά για την μελέτη και θεραπεία της ψυχικής υγείας. Το επιστημονικό Παράδειγμα έχει ήδη μετατοπιστεί, ειδικά μετά τις ανακαλύψεις του Jaak Panksepp. Είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένη και διεθνώς αποδεκτή η υποφλοιϊκή βάση της αυτοσυνείδησης του θηλαστικού εγκεφάλου (βλ. την διεθνή Διακήρυξη της Συνείδησης[3]), καθώς και η ύπαρξη συγκεκριμένων  συγκινησιακών κυκλωμάτων τα οποία παράγουν συγκεκριμένα συναισθήματα σε δομές του εγκεφαλικού Στελέχους[4] (Panksepp & Biven, 2012). Αναπόφευκτα  το προηγούμενο Παράδειγμα, που θεωρούσε την Αμυγδαλή και τον Ιππόκαμπο[5] ως τις βασικές δομές του εγκεφάλου για την εκμάθηση των συγκινησιακών/συναισθηματικών αποκρίσεων, και που υποστηρίζει ότι η αλλαγή στην συμπεριφορά και την ποιότητα της ζωής επέρχεται όταν δημιουργούνται νέα νευρωνικά μονοπάτια από τον Προμετωπιαίο Φλοιό[6] προς την Αμυγδαλή, έχει καταστεί παρωχημένο.

Ως αποτέλεσμα, ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες ψυχικής υγείας στρέφονται στην νέα γνώση που φωτίζει την σημαντικότητα του βαθύτερου μέρους του εγκεφάλου και τις πιο πρώιμες, αρχαίες και αυτόματες  ικανότητες για επιβίωση, επεξεργασία και ενσωμάτωση[7]. Επιπλέον, η γνώση ότι όσο πιο πρώιμα συμβεί το τραύμα τόσο λιγότερη ικανότητα υπάρχει διαθέσιμη για να ρυθμιστεί από τον Νεοφλοιό η επίδρασή του (Corrigan & Hull, 2018), υπερτονίζει την ανάγκη να στραφούμε σε εκείνες τις βαθύτερες περιοχές του εγκεφάλου που λειτουργούν αυτόματα, πριν τις συγκινήσεις, την σκέψη, τα συναισθήματα και την βούληση -πριν, δηλαδή, αναδυθεί η συνείδηση. Η αναβαθμισμένη, λοιπόν, προσφερόμενη γνώση είναι ότι καινούρια νευρωνικά μονοπάτια μπορούν να εγκαθιδρυθούν στον εγκέφαλο, -και συνεπώς νέες συνήθειες, αντίληψη, συνείδηση και συναισθηματική κατάσταση-, χωρίς στοχευμένη προσπάθεια. Όταν, δηλαδή, απαλειφθούν τα απομεινάρια των αποκρίσεων του τραύματος από τα βαθύτερα κέντρα του εγκεφάλου, από τις δομές του εγκεφαλικού Στελέχους, εκεί όπου το σοκ και οι συγκινήσεις πρωτο-δημιουργούνται (Corrigan, Young, Christie-Sands, 2025)  τότε παρέχεται «ένα άνοιγμα έτσι ώστε να ρέουν οι εγγενείς μηχανισμοί επούλωσης» (σελ. 4).

Παράλληλα με αυτή την μετατόπιση που συμβαίνει στο επιστημονικό Παράδειγμα της Νευροβιολογίας και καθώς η έρευνα διευκρινίζει όλο και περισσότερα γύρω από τους νευρωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων μπορεί να επέλθει αλλαγή στον εγκέφαλο και στα μαθημένα συναισθήματα και αποκρίσεις του Νευρικού συστήματος, οι προσεγγίσεις που βασίζονται στη Νευροεπιστήμη παρουσιάζουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους Ψυχοθεραπευτές, Ψυχιάτρους και Ψυχολόγους (Corrigan & Young, 2025). Παρόλα αυτά οι περισσότερες από αυτές τις προσεγγίσεις δεν έχουν αγγίξει τον πυρηνικό εγκεφαλικό μηχανισμό που είναι άμεσα εμπλεκόμενος στην απόκριση στο τραύμα. Αυτό, εξηγούν οι Frank Corrigan και Hannah Young συμβαίνει επειδή μέχρι τώρα οι περισσότερες κυρίαρχες θεωρίες γύρω από τις διαταραχές που συνδέονται με το ψυχικό τραύμα βασίζονται στο παλιό επιστημονικό παράδειγμα. «Η έρευνα έχει επικεντρωθεί στις ‘λιμβικές’ περιοχές για την απόκτηση και την εξάλειψη των αντιδράσεων φόβου χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν, για παράδειγμα, πού αναδύεται ο φόβος στον εγκέφαλο. Ενώ αυτές οι προσεγγίσεις έχουν αναμφίβολα ωφελήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων, η συνολική τους επιτυχία είναι περιορισμένη και πολλοί ασθενείς εξακολουθούν να βιώνουν σημαντική δυσφορία. Η επιμονή ότι η ρύθμιση των συμπτωμάτων από πάνω προς τα κάτω μπορεί πάντα να διδαχθεί, εφόσον οι ασθενείς έχουν επαρκή κίνητρα, ενισχύει την αίσθηση αποτυχίας όσων τα συμπτώματα επιμένουν παρά τις προσπάθειές τους» (σελ. 2).

Εξαιτίας αυτής της αναπόφευκτης μετατόπισης του επιστημονικού Παραδείγματος πραγματοποιείται και μία αυξημένη αναζήτηση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας για νέες μεθόδους επούλωσης του τραύματος, οι οποίες να είναι αποτελεσματικές και σε συνάφεια με τις νέες ανακαλύψεις για τον ανθρώπινο  εγκέφαλο και το Ν.Σ. Μετά το EMDR ακολούθησαν αρκετά μοντέλα θεραπείας του ψυχικού τραύματος, όπως το Brainspotting, το EarlyLifeProtocol EMDR, το Comprehensive Resource Model (CRM) και πρόσφατα το Deep Brain Reorienting (DBR), τα οποία έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την πρόσβαση και δυνατότητα επεξεργασίας άρρητης τραυματικής μνήμης. Νέα πληροφορία μάς παρέχεται ταχέως από τις σύγχρονες απεικονιστικές μελέτες του Στελέχους και από την  παγκόσμια επιστημονική προσπάθεια για την χαρτογράφηση του υγιούς εγκεφαλικού δικτυώματος (αποκαλείται «connectome»[8]). Για αυτό τον λόγο οι εξελίξεις πάνω σε μεθόδους και μοντέλα που ενεργοποιούν τους εγγενείς μηχανισμούς επούλωσης των αποκρίσεων του ψυχικού τραύματος και οι συσχετισμοί και οι επιπτώσεις στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις διαφορετικές ψυχιατρικές διαγνώσεις θα είναι ραγδαίες από δω και πέρα. «Η αποτελεσματική ψυχοθεραπεία τραύματος συμπεριλαμβάνει τις εγγενείς επουλωτικές ιδιότητες των πολύπλοκων συστημάτων του εγκεφάλου για συναισθηματική ομοιόσταση. Πρόκειται για τις ικανότητες που έχουν ανασταλεί από την τραυματική εμπειρία σε βαθμό που το σύμπλεγμα συναίσθημα-σώμα-μνήμη να  παρεισφρέει ως κλινικό σύμπτωμα και σύνδρομο. Η αποτελεσματική ψυχοθεραπεία τραύματος που προάγει τη θεμελιώδη επούλωση βασίζεται στη διευκόλυνση των συστημάτων που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου για να μαθαίνει από τις αντιξοότητες χωρίς να καταστρέφεται από αυτές» (Schwarz et al., 2017, σελ. 64). Όποιος επαγγελματίας ψυχικής υγείας δεν είναι ενήμερος για τις εξελίξεις της Νευροβιολογίας και δεν ενσωματώσει την νέα γνώση και αντίληψη τού τι θα πει επούλωση τραύματος, θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί σε ένα πεδίο που όχι μόνο θα εξελίσσεται γρήγορα αλλά που έχει ήδη εγκαθιδρύσει ένα νέο λεξιλόγιο και ορολογία. Οι απαραίτητες νέες δεξιότητες θα αποτελέσουν το θεμέλιο ώστε ο θεραπευτής να είναι σε θέση «να βελτιστοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να επέλθει αποκατάσταση» (σελ. 64).

Γνωρίζοντας τα παραπάνω είναι αυτονόητη αυτή η νέα τάση (trend) που έχει δημιουργηθεί γύρω από το ψυχικό τραύμα, και από τους ανθρώπους σε αναζήτηση επούλωσης αλλά και από τους επαγγελματίες. Ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες ψυχικής υγείας εκπαιδεύονται σε αυτά τα μοντέλα και αυτό έχει πια  καθιερώσει τον όρο Τραυματοθεραπεία καθώς και τις νέες έννοιες της επεξεργασίας τραύματος, της επούλωσης τραύματος (healing), ή το «σβήσιμο[9]» της ρίζας του τραύματος (Corrigan & Hull, 2018). Όροι σαν αυτούς δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο των επαγγελματιών μέχρι πρόσφατα καθώς ο πρωταρχικός στόχος της θεραπείας μέσω κάποιας μορφής Ψυχοθεραπείας δεν ήταν ποτέ η επούλωση του ψυχικού τραύματος αλλά η διαχείριση των συνεπειών αυτού. Ευτυχώς, ολοένα και περισσότεροι Ψυχοθεραπευτές και στην Ελλάδα πια, «μυούνται» στις νέες δεξιότητες ασφαλούς επεξεργασίας και αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την έννοια της επούλωσης. «Εφόσον δημιουργήσουμε νευροχημική ασφάλεια στον εγκέφαλο και επιτρέψουμε την εγγενή ικανότητά του για επεξεργασία, -η οποία έχει αναχαιτιστεί/ανασταλεί εξαιτίας της τραυματικής εμπειρίας-, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σχετικά γρήγορα και εύκολα ολοκληρώνεται η διαδικασία και η χρόνια δυσφορία μεταμορφώνεται σε μια νέα εμπειρία, με νέα επίγνωση και σωματική αίσθηση, χωρίς το άτομο να αισθάνεται ότι αναβίωσε με επώδυνο τρόπο όσα ενθυμήθηκε» (Νικολίτσα, 2024, σελ. 86).

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

 

Corrigan, F.M. & Hull, A.M., 2014. Neglect of the complex: why psychotherapy for post-traumatic clinical presentations is often ineffective, in BJPsych Bulletin, issue 29, pp. 86-89, doi: 10.1192/pb.bp.114.046995

Corrigan, F.M., Young, H & Christie-Sands, J., 2025. Deep Brain Reorienting: understanding the Neuroscience of trauma, attachment wounding and DBR Psychotherapy. Routledge Taylor & Francis Group, New York & London.

Corrigan, F.M. & Young, H., 2025. Orienting to ‘where’?, in Corrigan, F.M., Young, H & Christie-Sands, J., 2025. Deep Brain Reorienting: understanding the Neuroscience of trauma, attachment wounding and DBR Psychotherapy. Routledge Taylor & Francis Group, New York & London. DOI:10.4324/9781003431695-3

Danese, A. & Lewis, S.J., 2016.  Psychoneuroimmunology of Early-Life Stress: The Hidden Wounds of Childhood Trauma? In Neuropsychopharmacology, vol. 19, issue 42(1), pp.99–114. doi: 10.1038/npp.2016.198

Ganguly, P. & Brenhouse, H.C., 2015. Broken or maladaptive? Altered trajectories in neuroinflammation and behavior after early life adversity, in Developmental Cognitive Neuroscience, vol. 11, pp. 18–30

Korver-Nieberg, N., Berry, K., Meijer, C., Haan, L., Ponizovsky, A.M., 2015. Associations between attachment and psychopathology dimensions in a large sample of patients with psychosis, in Psychiatry Research, Vol. 228, issue 1, pp. 83-88

Lebowitz, M. & Appelbaum, P.S., 2020. Biomedical Explanations of Psychopathology and Their Implications for Attitudes and Beliefs About Mental Disorders, in Annual Review of Clinical Psychology, vol. 15 (1), pp. 555-577

Melchior, M. Kuhn, P. & Poisbeau, P., 2022. The burden of early life stress on the nociceptive system development and pain responses, in European Journal of Neuroscience, Vol. 55, pp. 2216-2241. DOI: 10.1111/ejn.15153

Nicholls, J.G. & Paton, J.F.R., 2009. Brainstem: neural networks vital for life, in Philosophical Transactions of the Royal Society B-Journals, Vol. 12, issue 364, pp. 2447–2451

 

Νικολίτσα, Α., 2024. Το Φράκταλ της Ύπαρξης: σώμα-νους-πνεύμα στην επούλωση του ψυχικού τραύματος. Ιδιωτική έκδοση. ISBN: 978-618-00-5487-3

 

Panksepp, J. & Biven, L., 2012. The archeology of the mind: Neuroevolutionary origins of human emotions. W.W. Norton & Company

Read, J., Os, J. van, Morrison, A.P. & Ross, C.A., 2005. Childhood trauma, psychosis and schizophrenia: a literature review with theoretical and clinical implications, in Acta Psychiatrica Scandinavia, Vol. 112, issue 5, pp. 330-350

 

Smoller, J.W., Andreassen, O.A., Edenberg, H.J., Faraone, S.V., Glatt, S.J., Kendler, K.S., 2018. Psychiatric Genetics and the Structure of Psychopathology, in Molecular Psychiatry. Vol 9, issue24(3), pp. 409–420

Schwarz, L., Corrigan, F., Hull A. & Raju, R. 2017. The Comprehensive Resource Model: Effective therapeutic techniques for the healing of complex trauma (Explorations in Mental Health). Routledge Taylor & Francis Group, New York and London.

 

[1] https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/schizophrenia

[2] Bowlby J. Attachment and loss, Vol. 2. Separation: anxiety and anger. New York: Basic Books; 1973. 

Bowlby J. Attachment and loss, Vol. 1. Attachment (2nd ed.) New York: Basic Books; 1982.

Bowlby J. A secure base: clinical applications of attachment theory. London: Routledge; 1988.

[3] https://philiplow.foundation/consciousness/

[4] Στην Περιϋδραγωγό Φαιά Ουσία (Periaquedactal Gray – PAG).

[5] Δομές του Λιμβικού εγκεφάλου.

[6] Δομή του Φλοιϊκού εγκεφάλου/Νεοφλοιού.

[7] Integration.

[8] https://www.humanconnectome.org

[9] Oι Corrigan και Hull χρησιμοποιούν τον όρο «erase”.